- δᾷδες
- δαίς 1fire-brandfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένδαις — ἔνδαις ( αιδος) και ἔνδᾳς ( ᾳδος), ο, η (Α) αυτός που γίνεται με αναμμένες λαμπάδες, με δάδες («σπονδαὶ δ ἐς τὸ πᾱν ἔνδαιδες οἴκων», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
δαδίς — δᾳδίς, η (Α) [δας] γιορτή με δάδες, λαμπαδηφορία … Dictionary of Greek
επανέχω — (Α ἐπανέχω) 1. αναχαιτίζω κάτι, συγκρατώ («τὰ οἰκεῑα πάθη καὶ πράγματα τοῑς δημοσίοις ἐπανέχων», Πλούτ.) 2. κατέχω («ὑπεράνω τούτων τὴν δευτέραν ἐπανεῑχον χώραν δᾷδες», Διόδ.) 3. (αμτβ.) παίρνω θάρρος, εφησυχάζω, επαναπαύομαι 4. στέργω, αρκούμαι… … Dictionary of Greek
Μουσείο Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (Ολυμπίας) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1961, από το φίλαθλο και φιλότεχνο Γεώργιο Παπαστεφάνου Προβατάκι (1890 1978). Μέχρι το 1972 ονομαζόταν Αθλοφιλοτεχνικό Ολυμπιακό Μουσείο και στεγαζόταν στο κτίριο όπου παλαιότερα λειτουργούσε το δημοτικό σχολείο της… … Dictionary of Greek